άμειψι-

άμειψι-
ἄμειψι- (Α)
ά συνθετικό λέξεων τής αρχαίας Ελληνικής, που ετυμολογικά προέρχεται από το θέμα αορίστου ἤμειψα τού ρημ. ἄμείβω «αλλάσσω, ανταλλάσσω, μεταβάλλω». Στις λέξεις προσδίδει συνήθως τη σημασία «τής αλλαγής, τής μεταβολής, τής αντικατάστασης» (πρβλ. και ά συνθ. αλλαξο- στα νέα Ελληνικά).Λέξεις με ά συνθετικό ἄμειψι-* στα αρχαία Ελληνικά είναι ἀμειψικοσμίη, ἀμειψιρρυσμία, ἀμειψιρρυσμῶ κ.λπ.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • αμειψισπορά — Στη γεωργία ονομάζεται α. η εναλλαγή στο ίδιο τμήμα εδάφους και για έναν καθορισμένο αριθμό ετών (κύκλος δύο και πλέον ετών) διαφόρων ποωδών καλλιεργειών, κατά μια ορισμένη τάξη, μέχρι την επαναφορά της αρχικής καλλιέργειας (συνεχής κυκλική α.).… …   Dictionary of Greek

  • αμειψικοσμίη — ἀμειψικοσμίη, η (Α) η μετακόσμηση, μεταμόρφωση, αλλοίωση. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀμειψι* + κόσμος «τάξη»] …   Dictionary of Greek

  • αμειψιρρυσμία — ἀμειψιρρυσμία, η (Α) μεταβολή ρυθμού, σχήματος. [ΕΤΥΜΟΛ. < *ἀμειψίρρυσμος (πρβλ. και τ. ὁμόρρυσμος) < ἀμειψι * + ῥυσμὸς «ρυθμός»] …   Dictionary of Greek

  • αμειψιρρυσμώ — ἀμειψιρρυσμῶ ( έω) (Α) αλλάζω σχήμα, μεταμορφώνομαι. [ΕΤΥΜΟΛ. < *ἀμειψίρρυσμος < ἀμειψι * + ῥυσμὸς «ρυθμός»] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”